στρουθί

στρουθί
(I)
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού στρουθούλα και στρουθόνι)].
————————
(II)
το / στρουθίον, ΝΜΑ, και λόγιος τ. στρουθίον Ν, και στρουθίν Μ (στρουθός]
ο σπουργίτης
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός στρουθός, σπουργιτάκι
2. το φυτό στρούθειον* ή στρούθιον, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. το πτηνό συκαλίς*
4. κλαδί ή στεφάνι από το φυτό στρούθειον*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρουθί — το 1. το γνωστό πουλί σπουργίτης. 2. είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρουθούλα — η, Ν βοτ. το στρουθί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα …   Dictionary of Greek

  • στρουθίον — τὸ, ΜΑ βλ. στρουθί (II) …   Dictionary of Greek

  • στρουθόνι — το, Ν το φυτό στρουθίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (I)] …   Dictionary of Greek

  • σύρις — A πιθ. είδος φυτού, ίσως το στρουθί …   Dictionary of Greek

  • τοιχοδαίμων — ονος, ὁ, Α μικρό στρουθί, σπουργιτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + δαίμων] …   Dictionary of Greek

  • υποστρουθίζω — Μ κελαηδώ και, γενικά, ηχώ σαν το στρουθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρουθίζω «κελαηδώ» …   Dictionary of Greek

  • φουσκούδι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflata, αλλ. στρουθί, στρουθούλα ή στρουθόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούσκα (Ι) «είδος φυτού» + κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”